- στεγνώσῃ
- στεγνώσηι , στέγνωσιςmaking watertightfem dat sg (epic)στεγνόωcloseaor subj mid 2nd sgστεγνόωcloseaor subj act 3rd sgστεγνόωclosefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέγνωση — η / στέγνωσις, ώσεως, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] το να γίνεται στεγνό κάτι, το στέγνωμα αρχ. 1. το να γίνεται κανείς δυσκοίλιος 2. έμφραξη τών πόρων τού δέρματος … Dictionary of Greek